- θερμασίης
- θερμασίαwarmthfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενσκέλλω — ἐνσκέλλω, επικ. τ. ἐνισκέλλω (Α) [σκέλλω] ξηραίνω («τοῡτο [τὸ φλέγμα] ὑπὸ τῆς θερμασίης ἐνέσκληκε», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek